τρίκοκκος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκοκκος Medium diacritics: τρίκοκκος Low diacritics: τρίκοκκος Capitals: ΤΡΙΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: tríkokkos Transliteration B: trikokkos Transliteration C: trikokkos Beta Code: tri/kokkos

English (LSJ)

ον,

   A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.

German (Pape)

[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί-κοκκος)].