υπήκοος
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
Greek Monolingual
ο, η / ὑπήκοος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, -ον, Α
1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τους υπέταξε και τους έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.)
2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές κάποιου, ο αφοσιωμένος σε κάποιον, ευπειθής, υπάκουος (α. «πιστός υπήκοος του Συντάγματος» β. «ἵν' ὅπερ ἂν ἐκεῑνοι παραγγέλλωσι, τοῡτο ὑπὸ τῶν ὑπηκόων παραφυλάσσηται», Κωνστ.- γ. «ὑπήκοοι τῶν νόμων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) άτομο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους, πολίτης ενός κράτους (α. «Έλληνας υπήκοος» β. «Γάλλος υπήκοος»)
2. (πολιτ. ιστορ.) (κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας στην Ευρώπη) μέλος κράτους το οποίο τελούσε υπό την εξουσία μονάρχη
μσν.
φρ. «εἰς ὑπήκοον» — με τρόπο που να ακούν και άλλοι
μσν.-αρχ.
1. ευήκοος, αυτός που ακούει προσεχτικά και με ευμένεια κάποιον («Ἄρτεμις ἀμφοτέροισιν ὑπήκοος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπήκοος·μαθητής, ακροατής
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπήκοοι
οι σύμμαχοι τών Αθηναίων που δεν είχαν αυτονομία, υποτελείς («oἱ μὲν ὑπήκοοι, οἱ δ' ἀπὸ συμμαχίας αὐτόνομοι», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπήκοος·η χώρα την οποία εξουσιάζει κάποιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπήκοον
το σύνολο τών υπηκόων
4. φρ. α) «ναυσὶ καὶ φόρῳ ὑπήκοοι» — υποχρεωμένοι να παρέχουν πλοία και φόρους (Θουκ.)
β) «τροφὴ ὑπήκοος τῇ πέψει» — εύπεπτη τροφή (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήκοος (< ἀκοή), πρβλ. ἐπ-ήκοος, κατ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].