γλίτσα

From LSJ
Revision as of 15:13, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

και γλίντζα, γλίτζα, η
1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα
2. λεκές από λίπος
3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά
4. «γλίτσα της πέτρας» — το φυτό ροκέλλη η φύκοψις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. σαλαγώ -τσαλαγώ, γλώσσα -γλώτσα). Για την τροπή κν- > γλ- πρβλ. διαλεκτ. γλισάρι < κνισάρι. Κατ' άλλους η λ. γλίτσα < (βουλγ.) glinza, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη γλίνα].