Ἀρεοπαγίτης

From LSJ
Revision as of 09:55, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀρεοπαγίτης Medium diacritics: Ἀρεοπαγίτης Low diacritics: Αρεοπαγίτης Capitals: ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Transliteration A: Areopagítēs Transliteration B: Areopagitēs Transliteration C: Areopagitis Beta Code: *)areopagi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A v. Ἄρειος πάγος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρεοπαγίτης: -ου, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
membre de l’Aréopage, aréopagite.
Étymologie: Ἄρειος πάγος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. -είτης Phld.Mus.4.34.2
1 areopagita miembro del tribunal del Areópago, plu. Aeschin.1.81, D.59.83, Din.1.5, Philoch.20.1, Phld.l.c., D.S.4.76, Plu.Sol.19
sg. Ἀρεοπαγίτου ἀνδρός Luc.Scyth.2
prov. στεγανώτερος Ἀρεοπαγίτου más reservado que un areopagita Diogenian.1.1.8, Alciphr.1.16.1, cf. Them.Or.21.263a, Hsch.
El Areopagita tít. de una comedia de Demetrio, Demetr.Com.Nou.1.
2 sobrenombre de Dionisio ὁ Ἀρεοπαγίτης que escuchó el sermón de S. Pablo en el Areópago Act.Ap.17.34.

English (Strong)

from Ἄρειος Πάγος; an Areopagite or member of the court held on Mars' Hill: Areopagite.

English (Thayer)

Tdf. Ἀρεοπαγειτης (see under the word εἰ, ἰ), Ἀρεοπαγιτου, ὁ (from the preceding (cf. Lob. ad Phryn. 697f)), a member of the court of Areopagus, an Areopagite: Acts 17:34.

Greek Monolingual

ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης)
μέλος του Αρείου Πάγου
αρχ.
αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος»).

Greek Monotonic

Ἀρεοπᾰγίτης: -ου, ὁ (Ἄρειος, πάγος), ο δικαστής που αποτελούσε μέλος του ανωτάτου δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στην αρχαία Αθήνα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

Ἀρεοπᾰγίτης: ου (ῑ) ὁ ареопагит, член Ареопага Aeschin., Dem.

Middle Liddell

Ἄρειος, πάγος
a member of the Areopagus, Aeschin.