εμπόριο
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
το (AM ἐμπόριον, Α και ἐμπορεῑον)
νεοελλ.
η αγοραπωλησία φυσικών ή τεχνητών προϊόντων με σκοπό το κέρδος («εξαγωγικό, εισαγωγικό, διαμετακομιστικό εμπόριο», «εμπόριο κρεάτων κ.λπ.»)
αρχ.-μσν.
παραθαλάσσιος εμπορικός σταθμός, αγορά ή αποθήκη εμπορευμάτων, εμπορικό λιμάνι
αρχ.
1. εμπορικό κέντρο μεσόγειο ή παραθαλάσσιο εκεί που δεν υπήρχε πόλη
2. είδος χρηματιστηρίου στην Αθήνα όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι
3. στον πληθ. τὰ ἐμπόρια
εμπορεύματα
4. φρ. «οἱ ἐκ τοῦ ἐμπορίου» — οι ξένοι έμποροι.