κατανόηση
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η (AM κατανόησις κατανοώ
το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῦ κατανόησις» — η ενόραση, Πλωτίν.)
νεοελλ.
1. η σωστή αντίληψη
2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» — καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα και τη θέση του άλλου, είμαι επιεικής, είμαι ελαστικός
μσν.-αρχ.
ενατένιση
αρχ.
τα μέσα για αντίληψη («πολλὴν ἑαυτοῦ παρέχων κατανόησιν», Πλούτ.).