κλαυθμυρίζω
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
A make to weep, τὰ παιδία Plu.2.9a; τοὺς οἰκέτας prob. in Ath.8.364a:— Pass., weep, Pl.Ax.366d, Conon 48.4, D.S.4.20, etc. II intr. in Act., Hp.Prog.24, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 1446] zum Weinen bringen; ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμυρίσωσι Plut. ed. lib. 12; Liban.; vgl. κολαβρίζω; – häufiger im med., weinen, winseln, bes. von kleinen Kindern; Plat. Az. 358 d; D. Sic. 4, 20; Plut. sent. san. conv. 3; Luc. Tox. 61. Nach Phot. auch κλαυμυρίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμῠρίζω: κάμνω τινὰ νὰ κλαύση, τὰ παιδία Πλούτ. 2. 9Α· τοὺς οἰκέτας Ἀθήν. 364Α (κατὰ Casaub.). ― Παθ., κλαίω, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D, Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 141. 3, Διόδ. 4. 20, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Προγν. 46.
French (Bailly abrégé)
faire pleurer;
Moy. κλαυθμυρίζομαι pleurer.
Étymologie: κλαυθμός.
Greek Monolingual
(Α κλαυθμυρίζω)
(για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῑσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῑσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμηρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν τὸν μαστὸν ὑπέχουσι», Πλούτ.)
2. μέσ. κλαυθμυρίζομαι
κλαίω («τοῦ δὲ βρέφους κλαυθμυριζομένου», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + μύρομαι «ξεσπώ σε δάκρυα» κατά τα ρ. σε -ίζω].
Greek Monotonic
κλαυθμῠρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κλαυθμῠρίζω:
1) заставлять плакать, доводить до слез (τὰ παιδία Plut.);
2) med. плакать Plat., Diod., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυθμυρίζω [κλαυθμός] huilen ( m. n. van baby’s), ook med.