σκευοποίημα

From LSJ
Revision as of 13:05, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποίημα Medium diacritics: σκευοποίημα Low diacritics: σκευοποίημα Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: skeuopoíēma Transliteration B: skeuopoiēma Transliteration C: skevopoiima Beta Code: skeuopoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33.    II trick, Hyp.Fr. 93.

German (Pape)

[Seite 894] τό, Verfälschung, Erdichtung, listiger Streich, Hyperid. bei Poll. 10, 15; Geräth, Plut. Crass. 33.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποίημα: τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ προσωπεῖον καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. παιγνίδιον, τέχνασμα, δόλος, πανουργία, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
costume d’un acteur tragique.
Étymologie: σκευοποιός.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α σκευοποιῶ
1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα
το προσωπείο και τα ενδύματα του ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῦ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σκευοποίημα: τό, στον πληθ., ενδυμασία του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό κοστούμι, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποίημα -ατος, τό [σκευοποιέω] product, spec. toneelkleding of requisieten. Plut. Crass. 33.4.

Russian (Dvoretsky)

σκευοποίημα: ατος τό театральный наряд, актерский костюм Plut.

Middle Liddell

σκευοποίημα, ατος, τό,
in pl. the dress of a tragic actor, Plut.