ἀμελία

From LSJ
Revision as of 15:24, 23 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελία Medium diacritics: ἀμελία Low diacritics: αμελία Capitals: ΑΜΕΛΙΑ
Transliteration A: amelía Transliteration B: amelia Transliteration C: amelia Beta Code: a)meli/a

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀμέλεια, E.IA 850, Fr.187 :—also in Inscrr. and Papyri, OGI383 (Nimrud Dagh), PTeb.61a176 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, = ἀμέλεια, Eur. Iph. A. 850.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελία: ἡ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμέλεια, Εὐρ. Ι. Α.. 850, Ἀποσπ. 187.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμέλεια.

Spanish (DGE)

ἀμελίη v. ἀμέλεια.

Greek Monolingual

και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].

Greek Monotonic

ἀμελία: ἡ, ποιητ. αντί ἀμέλεια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελία: ἡ Eur. = ἀμέλεια.