εὔπραξις

From LSJ
Revision as of 11:20, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπραξις Medium diacritics: εὔπραξις Low diacritics: εύπραξις Capitals: ΕΥΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: eúpraxis Transliteration B: eupraxis Transliteration C: eypraksis Beta Code: eu)/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr… sed scrib. divisim).

German (Pape)

[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.

Greek Monolingual

εὔπραξις, ἡ (Α)
ευπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις].

Greek Monotonic

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. αντί εὐπραξία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπραξις: εως ἡ Aesch. = εὐπραγία.

Middle Liddell

εὔπραξις, ιος poet. for εὐπραξία, Aesch.]