θεουδής
English (LSJ)
ές,
A fearing God, Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος… ὅς τε θεουδής… εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. -δῶς Orph.Fr.169. (θεο-δϝής contr. fr. θεο-δϝεής, compd. of θεός and δέος: but taken as if = θεοειδής by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)
German (Pape)
[Seite 1198] ές (schwerlich = θεοειδής, was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. θεός u. δέος, für θεοδεής), gottesfürchtig, fromm, νόος, θυμός, Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = θεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
θεουδής: -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», εὐσεβής, Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176· θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364· βασιλῆος... ὅστε θεουδὴς Τ. 109· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ θεοειδής· ἀλλ’ ἡ ἀναλογία θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ ἔννοια αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ δεισιδαίμων. Μεταγεν. ὅμως ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ θεῖος.)
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui craint les dieux, pieux, religieux.
Étymologie: θεός, δέος.
English (Autenrieth)
(θεός, δϝέος): god-fearing, pious. (Od.)
Greek Monolingual
θεουδής, -ές (Α)
1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος
2. ο θεοειδής.
επίρρ...
θεουδῶς (Α)
ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-δεής (θεο-δFεής) < θεο- + -δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ-). Η μορφή του α' συνθετικού θεού- μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά τη σίγηση του -F- του θ., ενώ δυσερμήνευτη είναι η μετατροπή του -δεής σε -δής. Ίσως λόγω συγχύσεως με το β' συνθετικό -ειδής, όπως φαίνεται από τη χρήση του επιθ. σε ορισμένους συγγραφείς].
Greek Monotonic
θεουδής: ές, πιθ. = θεοδεής (θεός, δέος), αυτός που φοβάται το θεό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θεουδής: богобоязненный, благочестивый, набожный (νόος, θυμός, βασιλεύς Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: god-fearing, devote (Od.)
Derivatives: θεούδεια f. fear of god (A. R. 3, 586)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Contracted Att. PN Θουδῆς Θουδιάδου. - For θεο-δϜής < *θεο-δϜειής, to *δϜεῖος > δέος fear, s. v. The meaning like a god (late poets) rests on confusion with θεο-ειδής. Details in Bechtel Lex. s. v.; s. also Verdenius Mnemos. 4 : 8, 232f.