ἁρμάμαξα

From LSJ
Revision as of 17:47, 21 March 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμάμαξα Medium diacritics: ἁρμάμαξα Low diacritics: αρμάμαξα Capitals: ΑΡΜΑΜΑΞΑ
Transliteration A: harmámaxa Transliteration B: harmamaxa Transliteration C: armamaksa Beta Code: a(rma/maca

English (LSJ)

[μᾰμ], ης, ἡ,

   A covered carriage, esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.

German (Pape)

[Seite 355] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμάμαξα: -ης, -ἡ, ἅμαξα κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, οὕτως ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς κυρίως οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
voiture couverte à l’usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.
Étymologie: ἅρμα, ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [-μᾰμ-]
carro cubierto, carroza vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.Ach.70, cf. Philostr.VA 1.21
gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε ἅμα ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11, An.1.2.16, Plu.2.173f, Them.26, Polyaen.8.54
de un carro triunfal ἄγαλμα (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.

Greek Monolingual

ἁρμάμαξα, η (Α)
σκεπασμένη αναπαυτική άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο < άρμα + άμαξα, αν δεν πρόκειται για παρετυμολογικό μεταπλασμό δάνειας λέξεως στην Ελληνική].

Greek Monotonic

ἁρμάμαξα: -ης, ἡ, σκεπασμένη άμαξα, που έχει σχέση με τους Πέρσες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν από γυναίκες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμάμαξα: ἡ крытая дорожная повозка Her., Arph., Xen., Plut.

Middle Liddell


a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.