meter
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Ar. and P. μέτρον, τό. put into metre, v. trans.; P. ἐντείνειν (acc.) (Plat.), εἰς μέτρα τιθέναι (acc.) (Plat.).
Spanish > Greek
ἐγκοιμίζω, ἐνσείω, ἐμφράσσω, ἐμπήγνυμι, ἀποτίθημι, ἐμβιβάζω, ἐναρμόζω, εἴρω, εἰσωθέω, εἰσπέμπω, ἐγκρύβω, ἐγκρύπτω, ἐγκατοικίζω, ἀναλαμβάνω, ἐνερείδω, ἐμπαραβάλλομαι, ἐγκαταπήγνυμι, διωθέω, εἰσφορέω, ἐναφίημι, εἰσφέρω, διαβυνέομαι, διαβύνω, διαβάλλω, ἐνίημι, βαπτίζω, διαφέρω, βάλλω, ἐγχέω