κοχώνη
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἡ,
A perineum, Hp.Epid.5.7: in pl., Id.Mul.2.131, Eup.77, Ar.Fr.482, etc.; ἕαται ὅκως νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλποντες Herod.7. 48: dual, τὼ κοχώνᾱ Ar.Eq.424,484. (Variously expld. by Gramm. ap.Erot.Fr.17; = γλουτοί, acc. to Poll.2.183.) (Cf. Skt. jaghánam 'buttock', 'pudendum'.)
Greek (Liddell-Scott)
κοχώνη: ἡ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ ἑκατέρωθεν μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
région des hanches jusqu’à l’anus.
Étymologie: DELG skr. jaghána « le derrière ».
Greek Monolingual
κοχώνη, ἡ (Α)
1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο
2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»].
Greek Monotonic
κοχώνη: ἡ, πισινός, δυικ. τὰ κοχώνᾱ, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοχώνη -ης, ἡ, dual. κοχώνα, anat. perineum. εἰς τὼ κοχώνα tussen mijn billen Aristoph. Eq. 424.
Russian (Dvoretsky)
κοχώνη: ἡ (dual. τὰ κοχώνᾱ) анат. промежность Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: buttocks (Hp., com., Herod.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [438] *ǵhengh- `step
Etymology: The almost complete identity with Skt. jaghána- m. n. buttocks can hardly be a coincidence; the further analysis remains hypothetical. Since J. Schmidt KZ 25, 112 a. 116; 32, 373f. κοχώνη is explained as assimilated from *καχώνα, with *καχ- = Skt.. jagh- as zero grade of jáṅghā f. `lower thigh-bone etc. (to Goth. gaggan `go, IE. *ǵhengh-). Objections by Specht KZ 66, 197ff., who because of προχῶναι buttocks (Archipp. 41) separates κοχώνη from jaghána- etc. and wants to connect χάσκω and cognates. But προχῶναι can be a comic distortion of κοχώνη after πρωκτός (Güntert Reimwortbildungen 122)(?). Diff. on προχῶναι (after προχωννύω) Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 22f. Mayrhofer, EWAia I 563 also finds no solution.
Middle Liddell
κοχώνη, ἡ,
the posteriors, dual τὰ κοχώνᾱ Ar.
Frisk Etymology German
κοχώνη: {kokhṓnē}
Grammar: f.
Meaning: Stelle zwischen den Schenkeln, Hinterbacke (Hp., Kom., Herod.).
Etymology : Die fast völlige Identität mit aind. jaghána- m. n. Hinterbacke kann schwerlich Zufall sein; die weitere Beurteilung bleibt hypothetisch. Seit J. Schmidt KZ 25, 112 u. 116; 32, 373f. wird κοχώνη als assimilierte Form für *καχώνα erklärt, wobei *καχ- = aind. jagh- als Schwundstufe von jáṅghā f. Unterschenkel usw. (zu got. gaggan gehen, idg. ĝhengh-) gilt. Beachtenswerte Einwände von Specht KZ 66, 197ff., der wegen προχῶναι Hinterbacken (Archipp. 41) κοχώνη von jaghána- usw. trennt und dafür an χάσκω und Verw. (als "Kluft") anknüpfen will; κοχώνη dann aus *κεχ-. In dem einmaligen προχῶναι kann aber eine komische Verdrehung von κοχώνη nach πρωκτός vorliegen (Güntert Reimwortbildungen 122). Anders über προχῶναι (nach προχωννύω) Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 22f.
Page 1,937-938