ψίω
English (LSJ)
A v. ψίζω.
German (Pape)
[Seite 1401] seltnere Nebenform von ψάω, ψέω, ψήχω, zerreiben; bes. zermalmen, dah. auch zerkauen, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc. 639; ἐψισμένος Antp. Th. 53 (IX, 302); ἐψίσθη erkl. Hesych. ἀπέθανεν. – Aber λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι Euphor. Ir. 51 ist = tränken, wie Orion ψίω durch ποτίζω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ψίω: ἴδε ἐν λ. ψίζω.
French (Bailly abrégé)
déchirer.
Étymologie: cf. ψάω.
Greek Monolingual
και ψίζω ΜΑ
τρέφω, ταΐζω («ψίσαι
ψωμίσαι», Φώτ.)
αρχ.
1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.)
2. λεπτύνω
3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω
ποτίζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -ῑ (πρβλ. πρίω, χνίω, χρίω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ρ. ψήω / ψῆν (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. βλ. λ. ψήω)].
Russian (Dvoretsky)
ψίω: (ῑ) крошить, med. жевать, разжевывать: ἐξ μελισσῶν ἐψισμένος Anth. накормленный (по по друг. - искусанный) пчелами.
Frisk Etymology German
ψίω: {psíō}
Forms: Aor. ψῖσαι, Fut. ψίσομαι, ἐπιψιεῖ, Pf. Pass. ἔψισμαι
Meaning: mit Bröckchen, Milch, füttern, päppeln, ψωμίζω, ποτίζω, auch (Fut. Med.) zerkauen (Lyk., Euph., AP, Phot., Eust. u.a.),
Composita : auch m. κατα-, ἀπο-, ἐπι- (EM, H.), ἐ<μ>ψίουσα = τροφὰς διδοῦσα χόνδρου (A. Fr. 51 = 427 M.), = ἐρέγματαδιδοῦσαH.
Derivative: Daneben ψίξ, Gen. ψιχός, Nom. pl. ψῖχες (-αι H.) m. f. Bröckchen (Plu., Aret., Alex. Aphr.), Ψιχάρπαξ Brosamenräuber (Batr.), mit -ία n. pl. Brosamen (NT), -ίδια (H., EM), -ιώδεις ψωμοί (Eust.).
Etymology : Bildung wie πρίω, χρίω, χνίω u.a.; ψιχ- wie ψήχ-ω, ψώχ-ω. Zu ψῆν (s.d.).
Page 2,1139