συνομιλέω

From LSJ
Revision as of 22:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλέω Medium diacritics: συνομιλέω Low diacritics: συνομιλέω Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΕΩ
Transliteration A: synomiléō Transliteration B: synomileō Transliteration C: synomileo Beta Code: sunomile/w

English (LSJ)

   A converse with, μετά τινος Ceb.13; τινι Act.Ap.10.27.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῑλέω: ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en relation avec, avoir commerce avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὁμιλέω.

English (Strong)

from σύν and ὁμιλέω; to converse mutually: talk with.

English (Thayer)

συνομίλω; to talk with: τίνι, one, to hold conversation with (Cebes (399 B.C.>) tab. 13; Josephus, b. j. 5,13, 1), Epiphanius, Tzetzes.)

Greek Monotonic

συνομῑλέω: μέλ. -ήσω, συζητώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συνομῑλέω: беседовать (τινι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομιλέω [συνόμιλος] converseren (met), met dat.

Middle Liddell

fut. ήσω
to converse with, τινί NTest.

Chinese

原文音譯:sunomilšw 尋-翁-衣累哦

詞類次數:動詞(1)

原文字根:共同-願意-舉起

字義溯源:互相交談,交談著,彼此說話;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὁμιλέω)=與人為伍)組成,其中 (ὁμιλέω)出自 (ὅμιλος)=結交,而 (ὅμιλος)又由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 交談著(1) 徒10:27