κατακρημνίζω

Revision as of 13:55, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Carm.Pop.46.33: (κρημνός):—throw down a precipice, ἑαυτούς Phld.Ir.p.56 W., cf. Plu.Mar.45, 2.825b, Ev.Luc. 4.29: with a word added, ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῦ LXX 2 Ch.25.12:—Pass., D.19.327, Plu.Sull.1, etc.: pf. part., having fallen over a precipice, X.Cyr.8.3.41.    2 generally, throw headlong down, ἐκ τριηρέων X.HG2.1.31; ἀπὸ τῶν ἵππων Plb.3.116.12; ἀπὸ τοῦ πύργου D.S.4.31:—Pass., X.Cyr.1.4.7.

German (Pape)

[Seite 1356] von einer steilen Anhöhe herunterstürzen, τὴν Σφίγγα Ath. VI, 253 f; übh. herabstürzen, ἐκ τῶν τριήρων Xen. Hell. 2, 1, 31, ἀπὸ τῶν ἵππων Pol. 3, 116, 12. – Pass., τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. Cyr. 8, 3, 41; ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησθῇ, κατακρημνίζεται Dem. 19, 327, vom Felsen in Delphi.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρημνίζω: μέλλ. -ιῶ, ῥίπτω κατὰ κρημνοῦ, ἀπολ.,
Πλουτ. Μάρ. 45., 2. 825Β, κ. ἀλλ.· μετὰ προσδιορισμοῦ, ἀπὸ… τοῦ κρημνοῦ Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΕ΄, 12), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 29.― Παθ., Δημ. 446. 12, Πλούτ., κλ. 2) καθόλου, ῥίπτω «κατακέφαλα», ἐκ τριηρέων Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 31· ἀπὸ τῶν ἵππων Πολύβ. 3. 116. 12· ἀπὸ τοῦ πύργου Διόδ. 4. 31.― Παθ., ῥίπτομαι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ κρημνῶν, ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησθῇ, κατακρημνίζεται Δημ. 446, 11, Κύρ. 1. 4, 7., 8. 3, 41.

French (Bailly abrégé)

précipiter de haut en bas.
Étymologie: κατά, κρημνίζω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of κρημνός; to precipitate down: cast down headlong.

English (Thayer)

1st aorist infinitive κατακρημνίσαι; to cast down a precipice; to throw down headlong: Xenophon, Cyril 1,4, 7; 8,3, 41; Demosthenes 446,11; Diodorus 4,31; (Philo de agric. Noë § 15); Josephus, Antiquities 6,6, 2; 9,9, 1.)

Greek Monolingual

και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM κατακρημνίζω)
γκρεμίζω κάποιον ή κάτι από ψηλά ή πετώ κάποιον ή κάτι σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῡ», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. αποχωρίζω μια ουσία διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως ίζημα
νεοελλ.-μσν.
κατεδαφίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρημνίζω «γκρεμίζω» (< κρημνός «γκρεμός»)].

Greek Monotonic

κατακρημνίζω: μέλ. -σω,
1. ρίχνω στον γκρεμό, σε Δημ., Πλούτ.
2. γενικά, ρίχνω κατακέφαλα, ἐκ τριηρέων, σε Ξεν. — Παθ., γκρεμίζομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρημνίζω:
1) сбрасывать, сталкивать (ἐκ τῶν τριήρων Xen.; ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.);
2) сталкивать со скалы, сбрасывать в пропасть (τινά Dem., Plut., NT): τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. сорвавшиеся в пропасть быки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρημνίζω in een afgrond storten, overboord gooien.

Middle Liddell

fut. σω
1. to throw down a precipice, Dem., Plut.
2. generally, to throw headlong down, ἐκ τριηρέων Xen.:—Pass. to be so thrown down, Xen.

Chinese

原文音譯:katakrhmn⋯zw 卡他-克練你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-掛
字義溯源:推下去,從高處拋下去;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρημνός)=懸垂)組成;而 (κρημνός)出自(κρεμάννυμι)*=掛)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 推下去(1) 路4:29