содействовать
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Russian > Greek
ὑπάρχω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεργέω, συνεργάζομαι, συνδράω, παραπράσσω, παραπράττω, παραπρήσσω, ἀρήγω, ὑπηρετέω, συναγωνίζομαι, συμμαχέω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, βοηθέω, συνάπτω