задержка
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Russian > Greek
ἐπιληψία ;; καταμονή ;; ἐγκράτησις ;; ἐπίσχεσις ;; στηριγμός ;; ἀντικατάσχεσις ;; μελλώ ;; μέλλημα ;; ἐναπόλειψις ;; ἐναπόληψις ;; παγίς ;; μέλλησις ;; ἀναβολή ;; ἀμβολή ;; ἀμβολά ;; ἀντικοπή ;; ἀντίκρουσις ;; ἐποχή ;; ἐπίστασις ;; ἀνακωχή ;; ἀνοκωχή ;; ὑπέρθεσις ;; ὑπερβολή ;; διάκρουσις ;; ἴσχον ;; μονή ;; ἀνακοπή ;; ἀνάβλησις ;; διατριβή ;; χρόνος ;; συνοχή ;; κατάληψις ;; κάθεξις ;; ἀναχαίτισμα ;; τρίβος ;; ἐπιμονή ;; σχέσις ;; τριβή