яркий
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Russian > Greek
ἀριπρεπής ;; πορφύρεος ;; πορφυροῦς ;; φλογοειδής ;; πληκτικός ;; ὀξύς ;; διιπετής ;; ἀνθοφυής ;; εὐανθής ;; διαφανής ;; φλογωπός ;; κρουστικός ;; εὔχρως ;; διαφεγγής ;; στέροψ ;; λαμπρός ;; φανός ;; λευκός ;; φαιδρός ;; φαεινός ;; φαεννός ;; ἀγλαώψ ;; ἀνθηρός ;; καθαρός ;; πολυκαής ;; ἀντίτυπος ;; ἐναργής