food
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ, P. ἐδωδή, ἡ (Plato), ἔδεσμα, τό (Plato), βρῶσις, ἡ, Ar. and P. βρῶμα, τό, σιτία, τά, Ar. and V. βορά, ἡ, φορβή, ἡ. βόσκημα, τό, V. θρεπτήρια, τά.
things to eat: P. and V. ἐδεστά, τά (Plato and Eur., Fragment), V. βρωτά, τά.
get food (of troops foraging): P. ἐπισιτίζεσθαι.
fodder: P. and V. χόρτος. ὁ (Xen.); see fodder.
want of food: P. σιτοδεία, ἡ, V. ἀσιτία, ἡ, Ar. ἀπαστία, ἡ.
food for: V. θοινατήριον, τό (dat.), βόσκημα, τό (gen.), Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), βορά, ἡ (gen. or dat.); see prey; Met., P. and V. ἀφορμή, ἡ (gen.).