ἀπαστία
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ἡ, abstaining from food, fast, ἀ. ἄγειν Ar.Nu.621.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ayuno ἀ. ἄγειν Ar.Nu.621, Epiph.Const.M.43.524C, περὶ ... ἀ. καὶ χαμευνίας καὶ τῆς ἐκ τριχῶν ἀμπεχόνης περιττόν ἐστι λέγειν Thdt.M.82.1389A.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Nüchternheit, ἀπαστίαν ἄγειν, fasten, Ar. Nub. 611.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeûne.
Étymologie: ἄπαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαστία: ἡ воздержание от пищи, пост: ἀπαστίαν ἄγειν Arph. поститься.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαστία: ἡ, ἀσιτία, ἀπ. ἄγειν Ἀριστοφ. Νεφ. 621: ― ὡσαύτως, ἀπαστύς, ύος, ἡ, Ἐτυμ. Μ. 118. 50.
Greek Monolingual
ἀπαστία, η (Α) άπαστος
αποχή από την τροφή, ασιτία.
Greek Monotonic
ἀπαστία: ἡ, αποχή από το φαγητό, νηστεία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἄπαστος
an abstaining from food, a fast, Ar.