defile
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
sully: P. and V. μιαίνειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, P. κσταρρυπαίνειν, V. χραίνειν (also Plato but rare P.), κηλιδοῦν, χρώζειν.
bring to dishonour: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν.
defile with: V. φύρειν (dat.) (Eur., Hecuba 496).
defiled with, adj.:. P. and V. συμπεφυρμένος (dat ) (Plato), πεφυρμένος (dat.) (Xen.), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).
defile with blood, v.: P. and V. αἱματοῦν (Thuc. in pass.), καθαιμάσσειν (Plato), Ar. and V. καθαιματοῦν, V. φοινίσσειν, ἐκφοινίσσειν, αἱμάσσειν.
verb intransitive march: P. and V. πορεύεσθαι.
substantive
pass: P. στενόπορα, τά, στενά, τά, P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), V. στενωπός, ἡ.