ὁμήθης

From LSJ
Revision as of 13:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήθης Medium diacritics: ὁμήθης Low diacritics: ομήθης Capitals: ΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: homḗthēs Transliteration B: homēthēs Transliteration C: omithis Beta Code: o(mh/qhs

English (LSJ)

ες, (ἦθος)

   A = ὁμοήθης, A.R.2.917,3.118, Call.Aet.1.1.5, Nonn.D.5.364, Q.S.9.405.    2 of Places, accustomed, λίμνη Nic. Th.415.

German (Pape)

[Seite 330] ες, = ὁμοήθης; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; λίμνη, Nic. Th. 415.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήθης: -ες, (ἦθος) = ὁμοήθης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, συνήθης, Νικ. Θηρ. 415.

Greek Monolingual

ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης)].