δοξολογία
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ἡ,
A laudation, Iamb.Myst.2.10.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, das Rühmen, K. S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 alabanza, glorificaciónde un dios, Iambl.Myst.2.10, esp. en lit. crist. ἐν τῇ θείᾳ δοξολογίᾳ Apoll.Fid.Sec.Pt.31, cf. Ath.Al.M.25.217C, διὰ τὴν ἄνω ἀκήρατον δοξολογίαν Epiph.Const.Haer.40.4.8, ὕμνους δοξολογίας ἀναπέμπων IGLS 21(4).63.9 (Petra V d.C.), c. gen. obj. Χριστοῦ Afric.Ep.Arist.1 (p.56.8), ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ δ. Eus.HE 10.4.65, τῆς θεότητος Epiph.Const.Haer.26.10.11, cf. Basil.Hex.8.7, c. giro prep. ἡ πρὸς τὸν δεσπότην θεὸν ... δ. Iust.Nou.137.6 proem., c. gen. subjet. τὴν δοξολογίαν αὐτῆς (τῆς κτίσεως) οὐ προσίεται no admite que (la creación) lo glorifique Didym.Eun.M.29.689A, cf. Origenes Or.14.2, Gr.Nyss.Eun.1.466, Proteu.13.1, Seuerian.Cent.34, τοῦ πλήθους τῆς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλων Cosm.Ind.Top.3.60.
2 crist. gloria, alabanza al Señor, doxología τὰ ἐν οὐρανῷ πάντα πλήρη τυγχάνει τῆς δοξολογίας αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) Eus.DE 7.1 (p.299), ἡ τοῦ θεοῦ λόγου ἔνσαρκος δ. Epiph.Const.Haer.69.36.1, cf. Bas.Sel.Or.M.85.336B.
Greek Monolingual
η (AM δοξολογία)
δοξαστικός ύμνος προς τον θεό
μσν.- νεοελλ.
1. τελετή επίσημη κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι
2. φρ. «Μεγάλη Δοξολογία» — ο αγγελικός ή εωθινός ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο τέλος του όρθρου και στο απόδειπνο της ορθόδοξης Εκκλησίας.