κίλλουρος

From LSJ
Revision as of 15:33, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλουρος Medium diacritics: κίλλουρος Low diacritics: κίλλουρος Capitals: ΚΙΛΛΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kíllouros Transliteration B: killouros Transliteration C: killouros Beta Code: ki/llouros

English (LSJ)

ὁ,

   A wagtail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίλλουρος, ὁ (Α)
ο κίγκλος, η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ-ουρος
το β' συνθετικό -ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ-ουρος). Ως προς το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava), οπότε και ανάγεται σε ρίζα κι- με σημ. «κινώ, κινούμαι». Η λ. είναι πιθ., τέλος, να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. κίγκλος].

Frisk Etymology German

κίλλουρος: {kíllouros}
Meaning: σεισοπυγίς (Bachstelze) H.
Etymology : Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. kíelė, lett. ciẽlava, apreuß. kylo, das selbst auf ein Verb bewegen (s. κινέω, κίω) zurückgeführt wird; lit. kíelė könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu κιλλός. In beiden Fällen wäre als Hinterglied οὐρά Schwanz angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. mōtacilla die weiße Bachstelze s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,853