λαχανισμός

From LSJ
Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνισμός Medium diacritics: λαχανισμός Low diacritics: λαχανισμός Capitals: ΛΑΧΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lachanismós Transliteration B: lachanismos Transliteration C: lachanismos Beta Code: laxanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cutting or gathering of vegetables, ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111, cf. PTeb.117.73 (i B.C.).    II being at grass, of horses, Hippiatr.129.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνισμός: ὁ, τὸ κόπτειν ἢ συλλέγειν λάχανα, ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 111.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de cueillir ou de récolter des légumes.
Étymologie: λάχανον.

Greek Monolingual

λαχανισμός, ὁ (Α) λαχανίζω
1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)
2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.

Greek Monotonic

λᾰχᾰνισμός: ὁ, κοπή ή συλλογή λαχάνων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰχᾰνισμός: ὁ сбор овощей (ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Thuc.).

Middle Liddell

λᾰχᾰνισμός, οῦ, ὁ,
a gathering of vegetables, Thuc. [from λάχᾰνον]