μίμησις
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A imitation, Ar.Th.156, Th.1.95, Pl.Grg. 511a, etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.Ra.109; reproduction of a model, Dionys. ap. Syrian.in Hermog.1.3 R. II representation by means of art, Pl.Sph.265b, R.598b, al.; esp. of dramatic poetry, Arist.Po.1447a22, al. 2 representation, portrait, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Hdt.3.37, cf. Hp.Vict.1.21.
German (Pape)
[Seite 186] ἡ, das Nachahmen, die Nachahmung; Ar. Th. 156; Thuc. 1, 95; öfter bei Plat., καὶ ἀπεικασία, Critia. 107 b; Folgde, wie Luc. u. Plut., oft.
Greek (Liddell-Scott)
μίμησις: [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης παράστασις, Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) παράστασις, εἰκών, ὁμοίωμα, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 imitation;
2 représentation, image, portrait;
3 représentation théâtrale.
Étymologie: μιμέομαι.
Greek Monotonic
μίμησις: [ῑ], ἡ,
I. αντιγραφή, απομίμηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ σὴν μίμησιν, σε μιμούμαι, σε Αριστοφ.
II. αναπαράσταση με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· αναπαράσταση, εξεικόνιση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μίμησις: εως (μῑ) ἡ
1) подражание, воспроизведение, подобие (τυραννίδος Thuc.): κατὰ σὴν μίμησιν Arph. в подражание тебе; ἡ μ. ποίησίς τίς ἐστιν Plat. подражание есть вид творчества;
2) изображение (πυγμαίου ἀνδρός Her.).
Middle Liddell
μί¯μησις, ιος, ἡ, [from μιμέομαι
I. imitation, Thuc., Plat., etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.
II. representation by means of art, Plat.: a representation, portrait, Hdt.