μέστωσις

From LSJ
Revision as of 17:09, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέστωσις Medium diacritics: μέστωσις Low diacritics: μέστωσις Capitals: ΜΕΣΤΩΣΙΣ
Transliteration A: méstōsis Transliteration B: mestōsis Transliteration C: mestosis Beta Code: me/stwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A filling full, saturation, φαίνεται ἄπειρον πᾶν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ μ. ὄν Dam.Pr.200; plenitude, τῆς οἰκείας τελειότητος Herm.in Phdr.p.145A.    II in Lit. Crit., overcrowding with detail, Syrian.in Hermog.1.36R.

Greek Monolingual

μέστωσις, ἡ (Α) μεστώ
1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός
2. πλησμονή, αφθονία
3. μτφ. (στην κριτική του λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών.