τύλωμα

From LSJ
Revision as of 20:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠλωμα Medium diacritics: τύλωμα Low diacritics: τύλωμα Capitals: ΤΥΛΩΜΑ
Transliteration A: týlōma Transliteration B: tylōma Transliteration C: tyloma Beta Code: tu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, glossed by τύμμα, Hsch.;

   A gloss on τύλη, Id. s.v. γονοτύλη.    2 sole of the foot, Poll.2.198.

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.

Greek (Liddell-Scott)

τύλωμα: τό, τύλος, ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[τυλῶ, -ώνω]]
το αποτέλεσμα του τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος
νεοελλ.
υπερπλήρωση, παραγέμισμα της κοιλιάς με φαγητά
αρχ.
το πέλμα του ποδιού.