χαρακτηρισμός
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁ,
A characterization, Tryph.Trop.2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.Hec.379.
German (Pape)
[Seite 1336] ὁ, Bezeichnung durch ein Kennzeichen, – Charakterisirung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτηρισμός: ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου δήλωσις, ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος προσδιορισμός, Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς σχῆμα λόγου, «χαρακτηρισμός ἐστι λόγος τῶν περὶ τὸ σῶμα ἰδιωμάτων ἀπαγγελτικός, ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, οἷον (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν μελανόχροος, οὐλοκάρηνος, Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)
2. κατάταξη σε κατηγορία («ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κλοπής»)
αρχ.
σχήμα λόγου.