ἀπαγγελτικός
English (LSJ)
ἀπαγγελτική, ἀπαγγελτικόν,
A reporting, αἴσθησις Plot.4.4.17; narrative, Sch.Ar.Ach.9.
II Rhet., of or for expression: τὸ ἀπαγγελτικόν = power of expressing, Arr.Epict.2.23.2. Adv. ἀπαγγελτικῶς S.E.P.1.197.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que informa, αἴσθησις Plot.4.4.17.
2 que cuenta, transmite ἡ τραγῳδία ἐμπαθῶν πραγμάτων ἀπαγγελτική Sch.Ar.Ach.9.
3 ret. que es elocuente δύναμις ... ἀ. capacidad de elocución Arr.Epict.2.23.2
•subst. τὸ ἀπαγγελτικόν = expresión Origenes Io.1.38 (p.49.33).
II adv. ἀπαγγελτικῶς = elocuentemente, expresivamente λέγειν S.E.P.1.197.
German (Pape)
[Seite 273] 1) meldend, Sp. – 2) zum Ausdrucke gehörig, ausdrückend, Arr. Ep. 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui énonce, qui expose ; ἀπαγγελτικὴ δύναμις la faculté d'exprimer.
Étymologie: ἀπαγγέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγγελτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπαγγέλλων, διηγηματικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 9. ΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορ. ὁ εἰς τὴν ἀπαγγελίαν ἀνήκων, ὡς τὸ ἐρμηνευτικὸς: ― τὸ ἀπαγγελτικόν, ἡ δύναμις τοῦ ἀπαγγέλλειν, ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζεσθαι, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 23, 2. ― Ἐπίρρ. ἀπαγγελτικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 197.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπαγγελτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαγγελία
αρχ.
1. αυτός που απαγγέλλει, που διηγείται
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀπαγγελτικόν
η εκφραστική δύναμη.