πυράμινος

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡράμῐνος Medium diacritics: πυράμινος Low diacritics: πυράμινος Capitals: ΠΥΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: pyráminos Transliteration B: pyraminos Transliteration C: pyraminos Beta Code: pura/minos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,

   A wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.

German (Pape)

[Seite 820] poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριθάμινος.

Greek (Liddell-Scott)

πῡράμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ πύρινος, ὡς τὸ κριθάμινος ἀντὶ κρίθινος, ὁ ἐκ σίτου, σίτινος, ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.

Greek Monolingual

και σπυράμενος, -η, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί του πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ-άμινος, σησ-άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)].

Russian (Dvoretsky)

πῡράμινος: пшеничный (ἀθήρ Hes.).