ἀντέκτισις
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
εως, ἡ,
A retribution, Id.1.159; requital, Sch.Pi.P.1.112.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, Wiedervergeltung. Rache, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέκτῐσις: -εως, ἡ, ἀνταπόδοσις, ποινή, τιμωρία, Φίλων 2. 510, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 112· ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ποινᾶσθαι καὶ ποινή.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 sufrimiento de un castigo en compensación ταύτης τῆς τιμωρίας Sch.A.Pr.167
•fig. Ph.1.159, cf. Hsch.s.u. ἀντέκτασις.
2 recompensa τῷ νικηφόρῳ ἅρματι Sch.Pi.P.1.112.