ἀπείρατος

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείρᾱτος Medium diacritics: ἀπείρατος Low diacritics: απείρατος Capitals: ΑΠΕΙΡΑΤΟΣ
Transliteration A: apeíratos Transliteration B: apeiratos Transliteration C: apeiratos Beta Code: a)pei/ratos

English (LSJ)

ον, Dor. and Att. for ἀπείρητος.
ἀπείρᾰτος, ον, (-ṇ-τος, cf. πειραίνω)

   A impenetrable, Pi.O.6.54.    II ἄπειρος (B), v.l. in Hp.Flat.3, dub. in Dam.Pr.107.

German (Pape)

[Seite 284] (vgl. ἀπείρητος), unversucht, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ, sie ließen nichts unversucht, Dem. 18, 249; πόντος ἀπ. τοῖς Ἔλλησιν Luc. Tox. 3; nichts versucht habend, unkundig, Pind. abs., Ol. 8, 61; καλῶν 10, 18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπ. δόμοι, von Fremden nicht unbesucht, Nem. 1, 23; oft in sp. Prosa; τὸ ἀπείρατον, Unerfahrenheit, Arr. An. 5, 27, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείρᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἀπείρητος.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 non essayé, non tenté;
2 sans expérience.
Étymologie: ἀ, πειράω.

English (Slater)

ᾰπείρᾱτος
   1 inexperienced κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. (N. 1.23)

Spanish (DGE)

(ἀπείρᾱτος) v. ἀπείρητος.

Greek Monolingual

ἀπείρατος, -ον (Α)
1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος
2. άπειρος, απέραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πείραρ (-ατος) «τέλος, τέρμα»].

Greek Monotonic

ἀπείρᾱτος: -ον, Δωρ. και Αττ. αντί ἀπείρητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείρᾱτος: эп.-ион. ἀπείρητος 3, редко 2 (Pind. тж. ρᾰ)
1) не попробовавший, не изведавший (τινος Hom., HH, Pind., Plut.);
2) не отважившийся Hom., Pind.;
3) неопытный, несведущий Hom., Pind.;
4) неизведанный, неиспытанный, неведомый Hom., Her., Luc.: οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ᾽ ἐμοῦ Dem. они пустили в ход все средства против меня;
5) не посещаемый Pind.