ἐξαύω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
(A),
A take out, esp. dressed meat (cf. ἐξαυστήρ), τὸν ἐγκέφαλον . . ἐξαύσας καταπίνει Pl.Com.38, cf. Hsch. ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν.
ἐξαύω (B),
A heat, aor. 1 Med., ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.24.
ἐξαύω (C),
A cry out, ἐκ δ' ἤῡσ' ἐγώ S.Tr.565.
German (Pape)
[Seite 874] anzünden, braten, VLL., die ἐξαῦσαι auch durch ἐξελεῖν erkl. Vgl. Mein. Com. Gr. 2 p. 628.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαύω: κατὰ τὸν Εὐστάθ. (Ὀδ. 1547. 58) = ὀπτάω, «καὶ τὸ ὀπτῆσαι ἐξαῦσαι, ‘ὁ δὲ τὸν ἐγκέφαλόν τις ἐξαύσας καταπίνει’ (Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἑορταῖς 9)», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν», δηλ. κρέας ἐκ τῆς χύτρας διὰ τοῦ ἐξαυστῆρος. ΙΙ. = ὑφαύω, μέσον δ’ ἐξαύσατο βαυνὸν Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 6553.
French (Bailly abrégé)
1crier.
Étymologie: ἐξ, αὔω¹.
21 tirer de;
2 montrer le chemin à, τινι;
Étymologie: ἐξ, αὔω².
Greek Monolingual
(I)
ἐξαύω (Α) αύω
βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.
(II)
ἐξαύω (Α) αύω
θερμαίνω.
(III)
ἐξαύω (Α) αὔω
ξεφωνίζω, κραυγάζω.
Greek Monotonic
ἐξαύω: μέλ. -σω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαύω: вскрикивать (ἐκ δ᾽ ἤυσ᾽ ἐγώ Soph.).
Middle Liddell
2 fut. σω
to heat.
3 fut. σω
to cry out, Soph.