ἐπίβλεψις
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A looking at, τοῦ θεάτρου εἴς τινα Plu.Phil.11; view, ἔργου Id.Nic.25, al. 2. of the mind, inquiry, Arist.APr.45b19, 45a17 (pl.), Epicur.Ep.1p.3U., Porph.Abst.1.41. 3. Astrol., being in aspect, Procl.Par.Ptol.166.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Daraufhinsehen, Besehen, Arist. anal. pr. 1, 29; Plut.; Betrachtung, Epicur. bei D. L. 10, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ προσβλέπειν, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν, Πλουτ. Φιλοπ. 11, Νικ. 25 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τοῦ ναοῦ, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 29, 1 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jeter les yeux sur.
Étymologie: ἐπιβλέπω.
Greek Monotonic
ἐπίβλεψις: -εως, ἡ, κοίταγμα, παρατήρηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίβλεψις: εως ἡ
1) разглядывание, осматривание (τινος εἴς τινα Plut.);
2) тж. pl. рассмотрение, исследование Arst., Epicur. ap. Diog. L.