Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμοχθος

From LSJ
Revision as of 15:11, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμοχθος Medium diacritics: ἐπίμοχθος Low diacritics: επίμοχθος Capitals: ΕΠΙΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: epímochthos Transliteration B: epimochthos Transliteration C: epimochthos Beta Code: e)pi/moxqos

English (LSJ)

ον,

   A toilsome, ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: gloss on πόνηρος, Sch.Ar.Pax383; γῆ Hp.Ep.17. Adv. -θως with toil, App.Pun.72; so neut., LXX Wi.15.7.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπίπονος, Sp., z. B. βίος Maneth. 4, 248. – Adv., App. Pun. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοχθος: -ον, πλήρης μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ ἐπίπονος, Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, μετὰ κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· οὕτως οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.