ἰαμβικός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ή, όν,
A of invective, ἰδέα Arist.Po. 1449b8; in metric, iambic, D.H.Comp.18, Heph.5, etc.: ἡ -κή (sc. ὄρχησις) Ath.15.629d. Adv. -κῶς Phld.Po.2.29.
German (Pape)
[Seite 1233] jambisch, z. B. πούς, D. Hal. C. V.; μέτρον, Gramm.; ἡ ἰαμβική, eine Art Tanz, Ath. XIV, 629 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. ὄρχησις) Ἀθήν. 629C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰαμβικός, -ή, -όν) ίαμβος
1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους
2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης προς θέση 1:2 ή 2:1
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (< ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰαμβική
είδος ήρεμου, απλού και λιτού χορού
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβικόν
το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου κατά τον οποίο αναπαρίσταται η πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο οποίος συνίστατο σε μίμηση τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού.
επίρρ...
ἰαμβικῶς (Α)
με ιαμβικό τρόπο.
Greek Monotonic
ἰαμβικός: -ή, -όν, ιαμβικός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβικός: ямбический (sc. μέτρον Arst.): ἡ ἰαμβικὴ ἰδέα Arst. ямбическая форма стиха.
Middle Liddell
ἰαμβικός, ή, όν
iambic, Arist.