ἔκφευξις
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A escape, Apollon.Lex. s.v. ἀλεωρή.
German (Pape)
[Seite 785] ἡ, das Entfliehen, Apoll. lex. H. v. ἀλεωρή.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφευξις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλεωρή· ὁ τύπος ἔκφυξις εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
escapatoria Apollon.Lex.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.Ps.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ γάρ ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν Apoc.En.Sync.p.26.
Greek Monolingual
ἔκφευξις, η (Α)
η ενέργεια του εκφεύγω, διαφυγή, δραπέτευση.