φρονούντως

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονούντως Medium diacritics: φρονούντως Low diacritics: φρονούντως Capitals: ΦΡΟΝΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: phronoúntōs Transliteration B: phronountōs Transliteration C: fronoyntos Beta Code: fronou/ntws

English (LSJ)

Adv. part. pres. Act. of φρονέω,

   A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.

Greek (Liddell-Scott)

φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

φρονούντως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρονούντως: разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.).

Middle Liddell

[adverb from pres. act. part. of φρονέω
wisely, prudently, Soph.