ἀσχολέω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
A engage, occupy, τινά Luc.Zeux.7:—Med., impf. ἠσχολεῖτο (v. infr.): fut. -ήσομαι M.Ant.12.2, Aristid.1.423 J.; -ηθήσομαι LXX Si.39.1: pf. ἠσχόλημαι D.C.71.10: aor. ἠσχολησάμην Gal.7.657, and -ήθην D.S.4.32, Luc.Macr.8:—to be occupied, busy, Alex. 205, Men.999, Epicur.Fr.204, etc.; ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arist.EN1177b4; περί or ἐπί τι, D.S.2.40,17.94; πρός τινας Aristid. l. c., cf. 2.178J.: c. part., λαλῶν ἠσχολεῖτο Alex.261.12, etc.: c. acc. cogn., ἀ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς D.Chr.47.23; exercise a function, POxy.44.7,23 (i A.D.). II Act. intr., in same sense as Med., Arist.Pol.1333a41, 1338a4, Philem.220; to be engaged in one's own business, Arist.Pol.1299b33.—Not used in the best Att.
German (Pape)
[Seite 382] beschäftigen, zu thun geben, aufhalten, τι νά Luc. Zeux. 7 u. Sp. – Pass., beschäftigt sein, absol., Arist. Eth. 10, 7; ἐκ τοῦ καιροῦ Pol. 8, 5; ἀσχοληθεὶς περί τι Luc. Macrob. 8, u. oft Plut.; ἐπί τι D. Sic. 17, 94; πρός τι Aesop.; mit partic. Alex. Ath. II, 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχολέω: ἐνασχολῶ, τινὰ Λουκ. Ζεῦξ. 7: ― Παθ., παρατ. ἠσχολεῖτο, ἴδε κατωτέρ.: μέλλ. -ήσομαι, Μ. Ἀντ. 12.2, Ἀριστείδ. 1. 423: -ηθήσομαι Ἑβδ. (Σειράχ. λθ΄, 1): πρκμ. ἠσχόλημαι Δίων Κ. 71. 10· μέσ. ἀορ. ἠσχολησάμην μόνον Γαλην., -ήθην Διόδ. 4. 32, Λουκ. Μακρόβ. 8 κλ. Εἶμαι ἐνησχολημένος, ἔχω ἀσχολίας Ἄλεξ. ἐν «Πυραύνω» 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 415· ἀσχολούμεθα, ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 6· περὶ ἢ ἐπί τι Διόδ. 2. 40., 17. 94· μετὰ μετοχ., λαλῶν ἠσχολεῖτο Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, κτλ.· ἀσχ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς Δίων Χρ. 2. 234. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ὡσαύτως ἀμεταβ. ὑφ’ ἣν ἔννοιαν τὸ παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 14., 8. 3, 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 130Α· ἐνασχολοῦμαι εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 11, δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 443.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀσχολήσω;
occuper, faire travailler, acc. ; Pass. être occupé, s’occuper.
Étymologie: ἄσχολος.
Spanish (DGE)
I intr., gener. en v. med.-pas. estar ocupado, trabajar, no descansar ἐπειδὰν ἀσχολουμένους λάβω cuando los pillo ocupados Alex.205, ἀσχολούμεθα ... ἵνα σχολάζωμεν trabajamos para reposar Arist.EN 1177b4, ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει cada uno de nosotros muere sin haber descansado Epicur.Sent.Vat.[6] 14, ὥστε μηδὲν ... ἀσχολεῖσθαι τοὺς ἀμυνομένους Plb.8.3.5, cf. Men.Fr.828, Plu.2.726a, Aesop.134, οἱ ἀσχολούμενοι los trabajadores, IFayoum 70.12 (I a.C.)
•estar ocupado en c. part. λαλῶν ... καὶ διανεύων ἠσχολεῖθ' Alex.261.12, σκηνὴν θεώμενος ἀσχολήσεται M.Ant.12.2, ἠσχολησάμην ... ἐπιδεικνύων Gal.7.657, c. ἐν y dat. ἐν προφητείαις ἀσχοληθήσεται LXX Si.39.1, c. πρός y ac. ἀνισωτέον τούσδε πρὸς οὓς ἀσχολήσονται Aristid.Or.11.60, cf. 3.210, c. εἰς y ac. ἵνα ... εἰς τοῦτο ἀσχολῶνται Gp.10.48.3, frec. c. περί y ac. τῶν περὶ γεωργίην ἀσχοληθέντων Hp.Ep.17, cf. D.S.2.40, περὶ τὴν προνομὴν ἠσχολεῖτο D.S.17.94, περὶ τὴν θεραπείαν τῶν θεῶν ἀσχοληθείς Luc.Macr.8, εἰ ἀσχολεῖς περὶ τοὺς γ[ά] μους BGU 892.9 (II d.C.), περὶ τὰς αἰτίας ... ἀσχολούμενον Hero Def.138.3, περὶ τὸ πίνειν ... ἠσχολημένοι D.C.71.10.2, cf. Aesop.252, Horap.1.11, Sch.Arat.1113, Sch.Theoc.3.42b, c. ac. int. ἀσχολεῖσθαι ... ἀσχολίας ἀνωφελεῖς D.Chr.47.23
•tb. en v. act. ocuparse de sus asuntos op. πολεμεῖν Arist.Pol.1333a41, cf. 1338a4, Philem.184, ὅπως ἀσχολῶν ἔσται (ὁ δῆμος) para que el pueblo pueda seguir ocupándose de sus asuntos Arist.Pol.1299b33, ἀσχολῶν οὐ προσέσχον Hierocl.Facet.5.
II tr.
1 en v. act., c. compl. de pers. tener ocupado, emplear αὐτοὺς ἀσχολεῖ ἡ ὑπόθεσις Luc.Zeux.7, ὁπόσους μηδὲν τῶν ἀναγκαιοτέρων ἀσχολεῖ Luc.Bis Acc.11, προπύλαια ... ἀσχολοῦντα τοὺς θεατάς Them.Or.1.2c.
2 en v. med., c. compl. de abstr. desempeñar un cargo, ocuparse de οἱ τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολούμενοι POxy.44.7, 23 (I d.C.), 185 (II d.C.), ὁ ἀσχολούμενος τοὺς καταλογισμούς en Egipto director del registro de pertenecientes a los κάτοικοι POxy.47.3, 341, 344, 3556.3 (todos I d.C.).
Greek Monotonic
ἀσχολέω: μέλ. -ήσω, ενασχολώ, είμαι απασχολημένος, έχω ασχολίες, τινά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσχολέω:
1) занимать, интересовать (ἡ ὑπόθεσις καινὴ ἀσχολεῖ τινα Luc.);
2) med.-pass. заниматься, трудиться (πρός τι Aesop., ἐπί τι Diod. и περί τι Luc., Plut.; ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arst.);
3) заниматься делом, работать (ὁ ἀσχολῶν ἕνεκά τινος ἀσχολεῖ τέλους Arst.).