ἔμβαμμα

From LSJ
Revision as of 09:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβαμμα Medium diacritics: ἔμβαμμα Low diacritics: έμβαμμα Capitals: ΕΜΒΑΜΜΑ
Transliteration A: émbamma Transliteration B: embamma Transliteration C: emvamma Beta Code: e)/mbamma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
salsa παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.Cyr.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa, e.d., para guardar la salsa inscr. en un ánfora IDE 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.Inc.41.4, Aret.CD 1.3.12.

Greek Monolingual

ἔμβαμμα, το (AM)
σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα
μσν.
φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» — κρασάτη σάλτσα.

Greek Monotonic

ἔμβαμμα: -ατος, τό (ἐμβάπτω), σάλτσα, ζωμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβαμμα: ατος τό ἐμβάπτω подливка, соус Xen.

Middle Liddell

ἔμβαμμα, ατος, τό, ἐμβάπτω
sauce, soup, Xen.