εὐωχία
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
ἡ,
A good cheer, feasting, Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; ποιεῖν τὴν εὐ. to hold the wake, CIG3028 (Ephesus): in pl., festivities, Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al. 2 generally, supply of provisions for an army, Plb.3.92.9; plenty, σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10. II metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, AP4.3.6 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1112] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχία: ἡ, εὐθυμία, ἰδίως ἐν συμποσίῳ, γεῦμα πλούσιον καὶ ἄφθονον, συμπόσιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) καθόλου, προμήθεια ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se régaler, de faire bonne chère.
Étymologie: εὐωχέω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι
1. ευθυμία σε συμπόσιο
2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι
μσν.
χαρούμενη πανήγυρη, εορτή
αρχ.
αφθονία τροφίμων.
Greek Monotonic
εὐωχία: ἡ, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐωχία: ἡ
1) тж. pl. пир, пиршество Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2) провиант, запасы продовольствия (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).
Middle Liddell
εὐωχία, ἡ, [from εὐωχέω
good cheer, feasting, Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, Anth.