ὁμοδρομία

From LSJ
Revision as of 12:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδρομία Medium diacritics: ὁμοδρομία Low diacritics: ομοδρομία Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: homodromía Transliteration B: homodromia Transliteration C: omodromia Beta Code: o(modromi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A running together, meeting, Luc.Astr.22.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
course simultanée, particul. conjonction de deux astres.
Étymologie: ὁμόδρομος.

Greek Monolingual

ὁμοδρομία, ἡ (Α) ομόδρομος
(για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά.

Greek Monotonic

ὁμοδρομία: ἡ, το να τρέχει κανείς από κοινού, συναπάντημα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδρομία: ἡ досл. совместное движение, схождение, перен. сочетание (Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεος Luc.).

Middle Liddell

ὁμοδρομία, ἡ,
a running together, meeting, Luc. [from ὁμόδρομος