βοτόν

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτόν Medium diacritics: βοτόν Low diacritics: βοτόν Capitals: ΒΟΤΟΝ
Transliteration A: botón Transliteration B: boton Transliteration C: voton Beta Code: boto/n

English (LSJ)

τό, (βόσκω)

   A beast, A.Ag.1415, S.Tr.690: mostly in pl., grazing beasts, Il.18.521, S.Aj.145 (lyr.), etc.; opp. θηρία, Pl.Mx. 237d; but also of birds, Ar.Nu.1427; of the ostrich, Opp.H.4.630.

German (Pape)

[Seite 455] τό, das Geweidete, Vieh, Aesch. Ag. 1389; gew. plur., Il. 18, 521 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ai. 144; Ar. Nub. 1409, u. sonst bei Dichtern; Prosa, Plat. Menex. 237 d.

Greek (Liddell-Scott)

βοτόν: τό, (βόσκω) = βόσκημα, κτῆνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1415, Σοφ. Τραχ. 690· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κτήνη τρώγοντα ἐκ τῆς χλόης τῆς γῆς, Ἰλ. Σ. 521, Τραγ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1. 7· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
bête, tête de bétail ; particul. brebis ; d’ord. au plur. τὰ βοτά les bestiaux.
Étymologie: *βοτός, adj. verb. de βόσκω.

English (Autenrieth)

only pl., βοτά, flocks, Il. 18.521†.

Spanish (DGE)

-οῦ, τό
1 en plu. ganado, animales de pasto ὅθι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν Il.18.521, ὥπερ αἴτις ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον Alcm.1.47, ἐφήμεροι, ἃ δὴ βοτὰ ζώομεν seres de un día que vivimos como el ganado Semon.2.4, Δαναῶν βοτά S.Ai.145, πιαίνει βοτά E.Cyc.333, cf. Hipp.75, Call.SHell.260A.16, Fr.112.5, Thphr.Sign.17, Them.Or.2.37c
en sg. res, cabeza de ganado ὡσπερεὶ βοτοῦ μόρον A.A.1415, κτησίου βοτοῦ λάχνη S.Tr.690, θύσας βοτὸν τέλευν SEG 9.72.31 (Cirene IV a.C.).
2 animales mansos, de labor o granja op. θηρία Pl.Mx.237d, ref. a pájaros, Ar.Nu.1427, al avestruz, Opp.H.4.630, cf. Hsch.

Greek Monolingual

βοτόν, το (Α)
1. βόσκημα, ζώο
2. πληθ. βοτά, τα
χορτοφάγα ζώα (και, σπανιότερα, πουλιά ή ψάρια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο-, βόσκω.
ΠΑΡ. βοτάνη
αρχ.
βοτέομαι.

Greek Monotonic

βοτόν: τὸ (βόσκω), κτήνος, βόσκημα, σε Αισχύλ., Σοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., ζώα που τρέφονται από λιβάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· αλλά λέγεται και για τα πουλιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βοτόν: τό (преимущ. pl.) пасущееся животное, скот, преимущ. овца Aesch., Soph., Plat., Plut.; реже птица (ἀλεκτρυόνες καὶ τἄλλα τὰ βοτά Arph.).

Middle Liddell

βόσκω
a beast, Aesch., Soph.: mostly in pl. grazing beasts, Il., Trag., etc.; but of birds, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτόν -οῦ, τό βόσκω poët., beest; meestal plur. weidevee; ook van vogels. τἄλλα τὰ βοτὰ ταῦτα al die andere vogels Aristoph. Nub. 1427.