δεδιότως

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδιότως Medium diacritics: δεδιότως Low diacritics: δεδιότως Capitals: ΔΕΔΙΟΤΩΣ
Transliteration A: dediótōs Transliteration B: dediotōs Transliteration C: dediotos Beta Code: dedio/tws

English (LSJ)

Adv. of part. pf. δεδιώς,

   A in fear, D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Dion. Hal. 11, 47; D. C. 42, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δεδιότως: ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.

Greek Monolingual

δεδιότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς του παρακμ. δέδια του δείδω (πρβλ. δεδοικότως)].