εὐστάλεια
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. -ιη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82. 2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J. 3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.
Greek Monolingual
εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.