δωδεκέτης

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκέτης Medium diacritics: δωδεκέτης Low diacritics: δωδεκέτης Capitals: ΔΩΔΕΚΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekétēs Transliteration B: dōdeketēs Transliteration C: dodeketis Beta Code: dwdeke/ths

English (LSJ)

ου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ,

   A twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
âgé de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ες

• Alolema(s): δωδεχ- IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IUrb.Rom.1700.13 (II d.C.), INikaia 1591.3 (III/IV d.C.); δυωδεχ- IG 10(2).1.368 (II d.C.)
1 de doce años de edad Θεόδωρος CEG 709.5 (Halicarnaso IV a.C.), Βρεισηΐς IG 12(8).446 (Tasos I a.C.), cf. INikaia l.c., παῖς Call.Epigr.19, IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IG 10(2).1.368 (Tesalónica II d.C.)
en uso pred. a los doce años de edad δ. Μοιρῶν οἶμον ἀμειβόμενος IUrb.Rom.1337 (I/II d.C.), δ. ἔθανον IG 10(2).1.565 (III d.C.), cf. Plu.Aem.35, δ. ... ὑπὸ χθόνα ... κεῖμαι IKyzikos 538.3 (II d.C.), en cont. no funerar. δ. ἦλθον Ῥώμην IUrb.Rom.1165.6 (II d.C.), δωδεχέτην ἔλαβον la tomé por esposa cuando tenía doce años, IUrb.Rom.l.c., cf. δωδεκαετής.
2 adv. -ῶς durante doce años ὁ Ἡρακλῆς τῷ Εὐρυσθεῖ δ. λατρεύων Tz.H.5.111.

Greek Monolingual

δωδεκέτης και δωδεκετής και δωδεχέτης, ο (θηλ. δωδεκέτις, η) (Α)
ο δωδεκαετής.

Greek Monotonic

δωδεκέτης: ή -ετής, ὁ, δωδεκάχρονος, σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, -ίδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκέτης: тж. Anth. δωδεκέτους 2 двенадцатилетний Plut., Anth.

Middle Liddell


twelve years old, Plut.:—fem. δωδεκέτις, Anth.