βούπρῳρος

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούπρῳρος Medium diacritics: βούπρῳρος Low diacritics: βούπρωρος Capitals: ΒΟΥΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: boúprōiros Transliteration B: bouprōros Transliteration C: voyproros Beta Code: bou/prw|ros

English (LSJ)

ον, (πρῷρα)

   A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος) ; β. πρόσωπα Philostr. Jun.Im.4.    II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.; β. θυσία Delph.3(2).66; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

βούπρῳρος: -ον, (πῷρα) ὁ ἔχων μέτωπονπρόσωπον βοός, Σοφ. Τρ. 13 (κατὰ Στράβ., τὸ Λαυρ. χφον βούκρανος). ΙΙ. βούπρ. ἑκατόμβη, προσφορά, θυσία 100 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου (ἢ 99 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου), Πλούτ. 2. 668C. Πρβλ. βόαρχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à face de bœuf;
2 dont la première victime (càd la victime qui marche en tête) est un bœuf.
Étymologie: βοῦς, πρῷρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 de delantera o frente de toro S.Tr.13 (var.), Trag.Adesp.587b, πρόσωπα Philostr.Iun.Im.4.1, cf. Hsch.
2 iniciado con el sacrificio de un toro ἑκατόμβα SIG 604.8 (Delfos II a.C.), Plu.2.668c, ἔπενψαν Κεῖοι τὴν δωδεκηΐδα βούπρῳρον ταῦρον enviaron los de Ceos el sacrificio de doce animales encabezado por un toro, ID 2539 (II d.C.), θυσία FD 2.66.19 (I a.C.)
sacrificio de cien ovejas y un toro Paus.Gr.β 16, Hsch.

Greek Monotonic

βούπρῳρος: -ον (πρῷρα), αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βούπρῳρος:
1) с бычачьей головой (Ἀχελῷος Soph.);
2) с быком впереди: β. ἑκατόμβη Plut. гекатомба из одного быка и 99 овец.

Middle Liddell

πρώιρα
with the face of an ox, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούπρῳρος -ον βοῦς, πρῷρα met het gezicht van een stier.